προδιαπεμψάμενοι

προδιαπεμψάμενοι
προδιαπεμψά̱μενοι , πρό , διά , ἀπό , ἐν-ψάω
rub
pres part mp masc nom/voc pl (doric aeolic)
προδιαπεμψά̱μενοι , πρό , διά , ἀπό-ἐμψάω
wipe in
pres part mp masc nom/voc pl (doric aeolic)
πρό-διαπέμπω
send off in different directions
aor part mid masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προδιαπέμπομαι — Α 1. στέλνω κάποιον από πριν ως αγγελιαφόρο («προδιαπεμψάμενος τὸν Ἀρριανόν», Πολ.) 2. στέλνω προηγουμένως μήνυμα («προδιαπεμψάμενοι πρὸς αὐτόν», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαπέμπομαι «στέλνω αγγελιαφόρους»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”